- πυριλαμίνη
- η, Ν(φαρμ.) αντιισταμινικό που χρησιμοποιείται στις αλλεργίες, είναι παράγωγο τής αιθυλενοδιαμίνης και χορηγείται από το στόμα με τη μορφή τής μηλικής πυριλαμίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrilamine < pyril- (< pyridyl < pyrid- < pyridine < πυρ) + amine (< am-monium [βλ. αμμωνία] + κατάλ. -ine)].
Dictionary of Greek. 2013.